ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΚΥΤΤΑΡΩΝ ΣΤΟ ΜΙΚΡΟΣΚΟΠΙΟ.docx
ΧΟΥΛΙΓΚΑΝΙΣΜΟΣ (ΚΕΙΜΕΝΑ)
1. Χουλιγκανισμός και ευθύνες
(απόσπασμα)
Γιατί λοιπόν αυτή η ραγδαία αύξηση του χουλιγκανισμού στη νεολαία και η απανθρωποποίηση της
συμπεριφοράς υπολογίσιμης πλέον μερίδας νέων; Οπωσδήποτε τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή
πρότυπα και η μίμηση αυτών των προτύπων. Όχι όμως μόνον και όχι κατά κύριο λόγο. Υπάρχουν
βαρύτατες ευθύνες στο εσωτερικό, δικές μας ευθύνες, που δεν πρέπει να αποκρυβούν με την
προσφιλή μας προσφυγή στις ξενόφερτες επιδράσεις.
Η κολοσσιαίας κλίμακας εξαχρείωση των ηθών στο δημόσιο βίο της χώρας. Βρισκόμαστε
κυριολεκτικά μπροστά σε μια κατάλυση του δημόσιου ήθους, που οδηγεί μαθηματικά το νέο
άνθρωπο σε καθολική τάση αμφισβήτησης και έλλειψης σεβασμού προς κάθε φόρμα ζωής, Είναι
λοιπόν αντίδραση φυσιολογική, όταν αυτοί στους οποίους εμπιστευόμαστε τις αναγκαίες για τη
διατήρηση της κοινωνικής συνοχής φόρμες τις ποδοπατούν και τις εξευτελίζουν και μάλιστα
απροκάλυπτα και βάναυσα.
Η προώθηση μηδενιστικών μοντέλων και αντιλήψεων από τους εμπόρους της «ψευτοκουλτούρας»
που σερβίρονται ως πνευματικοί και καλλιτεχνικοί «ταγοί» του τόπου. Τροβαδούροι του τίποτα και
για το τίποτα ρίχνουν τους νέους ανθρώπους στο κενό και τους αφήνουν ξεκρέμαστους για να τα
βγάλουν πέρα σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς έχει γίνει ανοηματική και βαθύτατα αντιφατική.
Η πρωτοφανής έξαρση της διαφήμισης και της εμπορικής προπαγάνδας, που εμποδίζει κάθε
ρεαλιστική προσγείωση των νέων ανθρώπων στην πραγματικότητα και τους κάνει να αισθάνονται
ανύπαρκτοι χωρίς αυτά τα «υπέροχα» πράγματα που προσφέρουν αφειδώς οι τηλεοπτικές οθόνες.
Σκουλήκια που χρειάζονται πλέον την αυτοεπιβεβαίωσή τους για να αισθανθούν ότι είναι κάποιοι.
Η διάχυτη αντιπνευματικότητα και ανεγκεφαλοποίηση που ενσαρκώνεται στην ασύλληπτη
χυδαιότητα, που έχει κατακλύσει την αγορά με εκπορνευτικές, βλακώδεις, σαδομαζοχιστικές
εκδόσεις, τα θέατρα με βωμολοχίες, την τηλεόραση με μαγκιά, εκφραστική αθλιότητα, ισοπεδωτικά
και βάρβαρα πρότυπα «επιτυχίας».
Η διαβρωτική λειτουργία του Τύπου που ευθύνεται όσο τίποτα για αυτή την αποθέωση και
ηρωοποίηση των γηπέδων , του Τύπου που θεοποιεί τους αστέρες της μπάλας και στριμώχνει στα
«ψιλά» τον κλασικό αθλητισμό. Του Τύπου που καθιέρωσε τον όρο «φίλαθλος» για την περιγραφή
αυτών των μαινόμενων και σεληνιασμένων ορδών, που μεταβάλλουν τα γήπεδα σε αρένες και πεδία
αιματηρών συγκρούσεων.
…
Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι δε συλλαμβάνεται η πολιτική διάσταση του θέματος και
μάλιστα σοβαρότατη με δύο σκέλη: Το ένα συνίσταται στο γεγονός ότι αυτές οι αντικοινωνικές
περιθωριακές ομάδες λειτουργούν ως υποκατάστατα πολιτικής δραστηριοποίησης και οδηγούν τους
νέους σε απολιτικοποίηση. Το άλλο αναφέρεται στην ανάπτυξη μιας φασιστικής νοοτροπίας που δεν
εκφράζεται μόνο στην αποθέωση της βίας και τη ς επιθετικότητας , αλλά σαν εξαφάνιση της
ατομικότητας και της προσωπικής ευθύνης μέσα στη μάζα. Και τα δύο αυτά στοιχεία πρέπει να
προσεχτούν πολύ από όσους πραγματικά ενδιαφέρονται για την πορεία και την τύχη του λαού μας
στο μέλλον.
Βασίλης Φίλιας
Εφημερίδα Πρώτη
2. «Η βία των “οπαδών” στα γήπεδα»
Καθώς η πορεία του αθλητισμού είναι άμεσα συνδεδεμένη με την πορεία της κοινωνικής
οργάνωσης, το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της σημερινής κοινωνικο – οικονομικής δραστηριότητας,
δηλαδή ο ανταγωνισμός, βρίσκει στον αθλητικό χώρο όλες τις δυνατότητες εφαρμογής και
εξάπλωσής του.
Η μυθοποίηση (υποκατάστατο των πολέμων)και η εμπορευματοποίηση (κέρδη από τη σχετική
εκμετάλλευση) έχουν οδηγήσει σε αλλοτρίωση τόσο την αθλητική ιδέα (νίκη, όχι απλά συμμετοχή)
όσο και τον κάθε αθλητή (ορθολογικοποίηση, κρατικοποίηση, τεχνικοποίηση, μηχανοποίηση και όχι
φαντασία και αυτοσχεδιασμός).
Ο αγωνιστικός «ηρωισμός», η διοχέτευση της ανθρώπινης ενέργειας (και κύρια του σώματος)
σε επιθετικότητα και εκδίκηση, ο εθνικισμός και ο σωβινισμός, η ρωμαϊκή αρενοποίηση των
αθλητικών θεαμάτων, η συμβολικότητα της βίας και η βία των συμβόλων, το αθλητικό υπέρ – εγώ
ξεστρατίζουν τελικά τον αθλητισμό από τις αρχές της οργανωμένης προσπάθειες των νέων στη
στρατιωτικοποίηση της νεολαίας μέσα από την αθλητική πρακτική.
Θα επιχειρήσουμε, λοιπόν, μία πρώτη προσέγγιση του φαινομένου του «χουλιγκανισμού»,
βασιζόμενοι κυρίως στις εμπειρίες των ξένων.
1. Τα γεγονότα και οι νεκροί του Χέυζελ (χωρίς να ξεχνάμε τους 320 νεκρούς της Λίμα το 1964,
τους 80 του Μπουένος Άιρες το 1968, τους 66 της Γλασκώβης το 1971) ξανάφεραν στην
επικαιρότητα το κοινωνικό φαινόμενο του «χουλιγκανισμού». Ίσως για πρώτη φορά σε αθλητικό
γεγονός οι θεατές μεταβλήθηκαν σε πρωταγωνιστές φρικαλεοτήτων, ενώ οι αθλητές μεταβλήθηκαν
σε άφωνους «θεατές» και τα εκατομμύρια των τηλεθεατών σε έντρομους μάρτυρες.
Η βία των «οπαδών» δεν είναι αποκλειστικά χαρακτηριστικό των αθλητικών θεαμάτων αλλά
συνιστά μια κοινωνική πρακτική, η οποία πρέπει να αναλυθεί σε βάθος και όχι να αντιμετωπιστεί
περιστασιακά με μέτρα όπως ο έλεγχος των εισερχομένων στα γήπεδα, η αύξηση των αστυνομικών
δυνάμεων κ.τ.λ. Η γενική εικόνα ενός χούλιγκαν που καταστρέφει, χωρίς τίποτα να ζητάει ή να
διεκδικεί, οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης του φαινομένου, στην έξαρση των δημοσιογραφικών
περιγραφών για «ζωώδη ένστικτα», στην κατάταξη των χούλιγκανς στα α – κοινωνικά ή ακόμα και
στα απάνθρωπα όντα.
2. Η οποιαδήποτε προσέγγιση οφείλει να λάβει υπόψη της ορισμένα στοιχεία:
α) Το ποδόσφαιρο ( άθλημα που «γεννήθηκε» στην Αγγλία το 1878) αποτελούσε το σύμβολο
μιας αυτόνομης κουλτούρας της εργατικής τάξης («της κουλτούρας του φτωχού») μέχρι το
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (ενώ το ράγκμπι ήταν το άθλημα των πλουσίων). Το ποδόσφαιρο
είχε οργανωθεί σε κοινοτική βάση και έδινε σε εκείνες τις γενιές των εργατών την αίσθηση της
ένταξής τους σε μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα καθώς και την ευκαιρία (κύρια μέσα από
αγώνες μεταξύ χωρών) να βγαίνουν λίγο από τον εργοστασιακό χώρο.
β) Γύρω στα 1960 η επαγγελματικοποίηση του ποδοσφαίρου και η αστικοποίηση (στη σύνθεση)
των θεατών έφερε αρκετές μεταβολές ακόμα και στα ίδια τα στάδια (στέγες για βροχή, μπαρ,
καθίσματα με μαξιλάρια) με εξαίρεση το χώρο απ’ όπου παρακολουθούσαν τα ματς όσοι
αγόραζαν «φτηνό εισιτήριο» και όπου τους παρακολουθούσαν οι αστυφύλακες και τα σκυλιά.
3. γ) Οι μελέτες γύρω από του «χουλιγκανισμό» συμφωνούν σε ένα τουλάχιστον σημείο: πρόκειται
για ένα φαινόμενο που αναφέρεται σε νεανικό πληθυσμό (17 – 21 ετών), εργατικής κυρίως
καταγωγής, προερχόμενο από συνοικίες όπου η «συμμορία» είναι μία από τις πιο προσφιλείς
μεθόδους κοινωνικοποίησης των εφήβων. Η «γαλαρία» των γηπέδων ταυτίζεται με την ένταξη
σε μία υποκουλτούρα της εργατικής νεολαίας και οι εκδηλώσεις τους δε στρέφονται μόνον
εναντίον των οπαδών της αντίπαλης ποδοσφαιρικής ομάδας αλλά και εναντίον των εκφραστών
της αντίπαλης κοινωνικής ομάδας, δηλαδή εκείνων που κάθονται στα «μαξιλαράκια».
δ) Το ποδόσφαιρο ως άθλημα εκφράζει αξίες όπως συμμετοχή σε μία κοινότητα, εχθρότητα
τοπικιστική, καβγά, πιοτό για τη νίκη, φυσική δύναμη και ανδρισμό.
ε) Το ποδοσφαιρικό ματς ως μαζική εκδήλωση επιτρέπει την «οργάνωση ομάδων» και το
ξεκαθάρισμα λογαριασμών κατά και μετά τον αγώνα.
στ) Η διεθνοποίηση και εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου διεύρυνε το σχίσμα ανάμεσα στην
«ομάδα» και το «κοινό» της. Η ομάδα έχει ξένες βεντέτες και πατρονάρεται από πλούσιους
εφοπλιστές και το κοινό το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να «φωνάζει στις εξέδρες». Και
φωνάζει άλλοτε τοπικιστικά (π.χ. Λάρισα κατά Βόλου), άλλοτε κοινωνικά (π.χ. ερασιτεχνικό
σωματείο κατά εφοπλιστικού επαγγελματικού), άλλοτε εθνικά (π.χ. Ελλάδα κατά Αγγλίας) και
άλλοτε «ρατσιστικά» (π.χ. λευκοί κατά μαύρων).
3. Οι αντίπαλοι οπαδοί, οι εχθρικοί ιθύνοντες, οι «καθώς πρέπει» θεατές, η τηλεόραση, οι
αστυνομικοί, ο διαιτητής, η κοινωνική αδικία και η ηθική κατάπτωση (π.χ. δωροδοκίες), το καθένα
ξεχωριστά και όλα μαζί συνιστούν τη φαινομενολογία αλλά και την αιτιολόγηση του
«χουλιγκανισμού».
4. Η αναζήτηση της ισότητας μέσα από τον αγώνα και τον ανταγωνισμό κι όχι η μοιρολατρική
αποδοχή μιας κοινωνικής ιεραρχίας καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της εξαφάνισης των ανισοτήτων,
μεταβάλλει, δηλαδή, το ποδόσφαιρο σε «θρησκεία». Η ανισότητα που περιθωριοποιεί
μεταμορφώνεται μέσα στο γήπεδο σε διαφορετική συμπεριφορά και τα ατομικά αδιέξοδα
καλύπτονται μέσα στη συλλογική αναγνώριση.
5. Η «μαζικότητα» στο χουλιγκανισμό διαπιστώνεται από το γεγονός ότι πηγαίνουν στο γήπεδο
κατά παρέες, με τα φιλαράκια (σπάνια παίρνουν μαζί τους γυναίκες), εκφράζονται με ιδιώματα
γνωστά μόνο στους μυημένους, τραγουδούν, πετάγονται όρθιοι και ζητωκραυγάζουν όλοι μαζί κ.τ.λ.
και αποδεικνύει ένα είδος «φυσικής συμμετοχής» και απλής παρακολούθησης του θεατή – οπαδού
στο άθλημα.
6. Οι πράξεις βίας δεν μπορούν να ερμηνευτούν αποκλειστικά ως συλλογική υστερία ή ως
εγκλήματα του όχλου αλλά πρέπει να προσεγγιστούν και σύμφωνα με μία επώδυνη αναζήτηση
προσωπικού στίγματος (μέσα από την αναγνώριση του «δικαιώματος» στη διαφορά), το οποίο
κατακτάται με προηγούμενη απόρριψη όλων των (κοινωνικών, ηθικών, αθλητικών) κανόνων.
7. Η βίαιη άρνηση των «κανόνων του παιχνιδιού» που έχουν θεσπιστεί από τους «κυρίαρχους
του παιχνιδιού» και έχουν επιβληθεί στους αδύναμους και στους ηττημένους καθρεφτίζει πιστά μια
(επικίνδυνη) αντίδραση και μια (ατομική) εξέγερση που δεν διεκδικεί νέα μοίρα στον ήλιο, αλλά
απορρίπτει τη μοίρα στη βροχή.
8. Η συνένωση των ατομικών αδιεξόδων σε «μικρές κοινωνίες» με καταμερισμό ευθυνών, με
εξωτερικά εμβλήματα κ.τ.λ. δεν απροσωποποιεί αλλά, αντίθετα, αυτό το αντι – σύστημα δίνει στον
4. καθένα την ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι και αυτός κάποιος (ευκαιρία που του αρνείται και από
την οποία τον αποκλείει η κοινωνική ιεράρχηση).
9. Η βία δεν είναι τελικά το αποτέλεσμα του πάθους να νικήσει η ομάδα, αλλά περισσότερο η
επιθυμία των οπαδών να αποδείξουν στον εαυτό τους και στους άλλους (συμπεριλαμβανομένων και
των τηλεθεατών όλου του κόσμου) ότι υπάρχουν.
10. Αν το fair play και το αθλητικό πνεύμα αποτελούν χαρακτηριστικά (προνόμια;) ενός κόσμου
ύφεσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, προοπτικών και ελπίδων, ο «χουλιγκανισμός» αποτελεί σίγουρα
αδιάψευστο μάρτυρα όχι ομάδων εξαγριωμένων οπαδών αλλά εκβαρβαρισμού της κοινωνικής
οργάνωσης και λειτουργίας (με συναφή διάσπαση της κοινωνικής και της ατομικής ταυτότητας του
σύγχρονου ανθρώπου).
Η βία αποτελεί ένα είδος απάντησης σε δύο περιπτώσεις:
- Ως μία λογική, «μετρημένη» επιλογή – ανάμεσα σε άλλες – με την οποία το άτομο ή η ομάδα
επιχειρεί να πετύχει ένα σκοπό.
- Ως ένα α – λογικό εγχείρημα που δεν στοχεύει στην απόκτηση δύναμης ή κέρδους αλλά πολύ
απλά στην έκφραση μίας (αδιέξοδης) κατάστασης καταπίεσης και αποκλεισμού.
Η αντιμετώπιση αυτής της δεύτερης μορφής βίας δεν μπορεί να είναι η πάταξη αλλά η με
κοινωνικούς όρους ανάλυση και με κοινωνικά μέτρα επίλυση του προβλήματος. Ο αθλητισμός δε
γεννάει τη βία. Τη συναντάει στην καθημερινή κοινωνική ζωή, στα γραφεία, στο σπίτι, στη γωνιά
του δρόμου, και τη μεταφέρει στο γήπεδο.
Αντί να «χτυπάμε αλύπητα» τα συμπτώματα του «χουλιγκανισμού», ας αναζητήσουμε τις αιτίες
που γεννάνε χούλιγκανς. Ίσως τότε δικαιωθεί και ο γαλλικός στίχος:
Cete animal este tres mechant.
Quand on l’ attaque, il se defend.
(Αυτό το ζώο είναι πολύ κακό.
Όταν του επιτίθενται, αμύνεται.)
Γιάννης Πανούσης
εφ. Τα Νέα, 26 Μαρτίου 1986